Ο συγγραφέας και δάσκαλος Τζεφ Φόστερ σπούδασε Αστροφυσική στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Περίπου σε ηλικία 25 ετών, μετά από μια μακρά περίοδο κατάθλιψης και ασθένειας, ξεκίνησε την εντατική πνευματική αναζήτηση για την απόλυτη αλήθεια της ύπαρξης.
Η πνευματική του αναζήτηση ολοκληρώθηκε με τη σαφή αναγνώριση της όχι διττής φύσης των πάντων και την ανακάλυψη του εξαιρετικού στο συνηθισμένο (extraordinary in ordinary). Με τη διαύγεια αυτής της θέασης, η ζωή έγινε για αυτόν ό,τι ήταν πάντα στον πυρήνα της: οικεία, ανοιχτή, στοργική και αυθόρμητη. Ο Τζεφ κατανόησε τη ρίζα της ψευδαίσθησης που βρίσκεται πίσω από όλα τα ανθρώπινα δεινά και έθρεψε την αγάπη του για την κάθε παρούσα στιγμή.
Κάποτε απέφευγα τον φόβο,
Κι έτσι ο φόβος μπορούσε να με ελέγχει.
Μέχρι που έμαθα να κρατάω τον φόβο
σαν ένα νεογέννητο μωρό.
Να τον ακούω,
χωρίς όμως να ενδίδω
Να τον τιμώ,
χωρίς όμως να τον λατρεύω.
Ο φόβος δεν μπορούσε πια να με σταματήσει.
Προχώρησα με θάρρος
μες την καταιγίδα.
Σήμερα, ακόμη έχω φόβο,
ο φόβος όμως δεν με “έχει”.
Κάποτε,
Ντρεπόμουν γι’ αυτό που ήμουν.
Προσκάλεσα την ντροπή στην καρδιά μου.
Την άφησα να καίει.
Εκείνη μου είπε:
«Προσπαθώ απλώς να προστατέψω την ευαλωτότητά σου».
Ευχαρίστησα θερμά την ντροπή,
και προχώρησα στη ζωή,
ανεπαίσχυντος και ντροπαλός,
όπως ο εραστής.
Κάποτε,
Είχα μεγάλη θλίψη
θαμμένη βαθιά μέσα μου.
Την προσκάλεσα έξω να παίξουμε.
Θάλασσα δακρύων ξεχύθηκε.
Τα δάκριά μου στέγνωσαν.
Και εκεί ακριβώς βρήκα τη χαρά.
Ακριβώς στον πυρήνα της λύπης μου.
Ήταν ένα ράγισμα της καρδιάς
που μου έμαθε πώς να αγαπώ.
Κάποτε,
είχα στρες.
Έναν νου που δεν σταματούσε.
Σκέψεις που δεν μπορούσαν να σωπάσουν.
Έτσι σταμάτησα να προσπαθώ
να τις ησυχάσω.
Και “βγήκα” από τον νου
και “πάτησα” στη Γη.
Μέσα στη λάσπη.
Εκεί όπου κρατήθηκα γερά
σαν δέντρο,
ακλόνητος,
ασφαλής.
Κάποτε,
ο θυμός έκαιγε τα σωθικά μου.
Κάλεσα τον θυμό στο φως
του εαυτού μου.
Αισθάνθηκα τη συγκλονιστική του δύναμη.
Άφησα την καρδιά μου να χτυπήσει
και το αίμα μου να βράσει.
Άκουσα τελικά τον θυμό.
Κι αυτός ούρλιαξε.
«Σεβάσου τώρα τον εαυτό σου»!
«Έκφρασε την αλήθεια σου με πάθος»!
“Πες όχι όταν εννοείς όχι”!
“Βάδισε το μονοπάτι σου με θάρρος”!
«Μην αφήνεις κανέναν να μιλά αντί για εσένα»!
Ο θυμός έγινε ένας ειλικρινής φίλος.
Ένας αληθινός οδηγός.
Ένα όμορφο άγριο παιδί.
Κάποτε,
η μοναξιά με χάραζε βαθιά.
Προσπάθησα να αποσπάσω την προσοχή μου
και να «μουδιάσω» τον εαυτό μου.
Περιπλανώμενος σε ανθρώπους, μέρη
και πράγματα.
Προσποιούμενος ακόμα και ότι ήμουν «ευτυχισμένος».
Σύντομα όμως δεν μπορούσα να περιπλανηθώ άλλο.
Και έπεσα στην καρδιά της μοναξιάς.
Και πέθανα και αναγεννήθηκα
σε μια υπέροχη μοναξιά
και μια ησυχία που με συνέδεε
με όλα τα πράγματα.
Έτσι δεν ήμουν αληθινά μόνος,
αλλά μόνος με Όλη τη Ζωή.
Η καρδιά μου ήταν Ένα με όλες τις άλλες καρδιές
Κάποτε,
Απέφευγα τα δύσκολα συναισθήματα.
Τώρα, είναι οι σύμβουλοί μου,
έμπιστοι, φίλοι,
και όλα έχουν ένα σπίτι μέσα μου,
και όλα ανήκουν,
και όλα έχουν αξιοπρέπεια.
Είμαι ευαίσθητος, απαλός, εύθραυστος,
τα χέρια μου αγκαλιάζουν
όλα τα εσωτερικά μου παιδιά.
Και στην ευαισθησία μου, δύναμη.
Στην ευθραυστότητά μου,
μια ακλόνητη παρουσία.
Στα βάθη των πληγών μου,
σε αυτό που είχα ονομάσει «σκοτάδι»,
ανακάλυψα ένα φως φλεγόμενο
που με καθοδηγεί τώρα στη μάχη.
Όταν στράφηκα προς τον εαυτό μου,
έγινα πολεμιστής.
Και άρχισα να ακούω.
“Once,
I ran from fear
so fear controlled me.
Until I learned to hold fear
like a newborn.
Listen to it,
but not give in.
Honour it,
but not worship it.
Fear could not stop me
anymore.
I walked with courage
into the storm.
I still have fear,
but it does not have me.
Once,
I was ashamed of who I was.
I invited shame into my heart.
I let it burn.
It told me, “I am only trying
to protect your vulnerability.”
I thanked shame dearly,
and stepped into life anyway,
unashamed,
with shame as a lover.
Once,
I had great sadness
buried deep inside.
I invited it to come out and play.
I wept oceans.
My tear ducts ran dry.
And I found joy right there.
Right at the core of my sorrow.
It was heartbreak that taught
me how to love.
Once,
I had anxiety.
A mind that wouldn’t stop.
Thoughts that wouldn’t be silent.
So I stopped trying to
silence them.
And I dropped out of the mind,
and into the Earth.
Into the mud.
Where I was held strong
like a tree,
unshakeable,
safe.
Once,
anger burned in the depths.
I called anger into the light
of myself.
I felt its shocking power.
I let my heart pound
and my blood boil.
Listened to it,
finally.
And it screamed,
“Respect yourself fiercely now!”
“Speak your truth with passion!”
“Say no when you mean no!”
“Walk your path with courage!”
“Let no one speak for you!”
Anger became an honest friend.
A truthful guide.
A beautiful wild child.
Once,
loneliness cut deep.
I tried to distract
and numb myself.
Ran to people and places
and things.
Even pretended I was “happy.”
But soon I could not run anymore.
And I tumbled into the heart
of loneliness.
And I died and was reborn
into an exquisite solitude
and stillness that connected me
to all things.
So I was not lonely,
but alone with All Life.
My heart One with all other hearts.
Once,
I ran from difficult feelings.
Now, they are my advisors,
confidants, friends,
and they all have a home in me,
and they all belong
and have dignity.
I am sensitive, soft, fragile,
my arms wrapped around
all my inner children.
And in my sensitivity, power.
In my fragility,
an unshakeable presence.
In the depths of my wounds,
in what I had named “darkness,”
I found a blazing Light
that guides me now in battle.
I became a warrior
when I turned towards myself.
And started listening.”